- δασέως
- δασύςwith a shaggy surfaceadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δασέως — επίρρ. βλ. δασύς … Dictionary of Greek
Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… … Dictionary of Greek
ιήιος — ἰήϊος, ον, θηλ. και ἰηΐα (Α) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ἰήϊος επίθ. τού Απόλλωνος, τού θεού τον οποίο επικαλούνταν οι λάτρεις του με την κραυγή ἰὴ ή ἰὴ παιών, ἰὴ παιάν 2. επίπονος, θλιβερός, λυπηρός 3. φρ. «ἰήϊος βοά» και «ἰήϊος γόος» κραυγή… … Dictionary of Greek